σταράτος

σταράτος
η , ο
1) пшеничный; 2) золотистый, пшеничного цвета; 3) ясный, недвусмысленный;

είπε σταράτα λόγια — он сказал совершенно недвусмысленно


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σταράτος" в других словарях:

  • σταράτος — και σιταράτος, η, ο Ν, [σιτάρι/ στάρι] 1. αυτός τού οποίου το δέρμα έχει το χρώμα τού σταριού, ο ανοιχτός μελαχρινός 2. (για ψωμί) σταρένιος 3. μτφ. (για λόγους) σαφής, ξεκάθαρος («λόγια σταράτα»). επίρρ... σταράτα ξεκάθαρα, με σαφήνεια, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • σταράτος — η, ο επίρρ. α 1. σιταρόχρωμος, καστανός. 2. «σταράτα λόγια», σαφή και ειλικρινή. 3. το επίρρ. σταράτα ολοκάθαρα, καθαρά και ξάστερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιταράτος — η, ο, Ν βλ. σταράτος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»